δέπαστρο

δέπαστρο
το (Α δέπαστρον)
νεοελλ.
γένος Κοιλέντερων ακαληφών
αρχ.
ποτήρι, δέπας* («οἴνου τε δέπαστρον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός παρεκτεταμένος τ. τού δέπας με επίθημα -τρον, δηλωτικό τού οργάνου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δεπαστραίος — δεπαστραῑος, α, ον (Α) [δέπαστρον] όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο δέπαστρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”